- εριοπωλικως
- ἐριοπωλικῶςἐριο-πωλικῶςсловно торговцы шерстью (которые смачивают свой товар для увеличения веса), т.е. обманным образом Arph.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
εριοπωλικώς — ἐριοπωλικῶς (Α) επίρρ. κατά τον τρόπο τών εριοπωλών (που φημίζονταν για τη δολιότητά τους), απατηλά, με δόλο, με κατεργαριά … Dictionary of Greek
ἐριοπωλικῶς — like a wool dealer indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)